- ποικίλλω
- ΝΜΑ [ποικίλος]1. καθιστώ κάτι ποικίλο, τό διακοσμώ με διάφορα κεντητά, υφασμένα ή ζωγραφισμένα χρώματα («πώλους ἐν δαιδαλέαισι ποικίλλουσ' ἀνθαιρόκοισι πήναις», Ευρ.)2. δίνω διαφορετική μορφή σε κάτι, τό αλλάζω και, κυρίως, τό απαλλάσσω από τη μονοτονία («μίξει κακῶν καὶ ἀγαθῶν ποικίλλουσα τὸν ἀνθρώπινον βίον», Πλούτ.)3. (σχετικά με ύφος λόγου) διανθίζω4. (αμτβ.) διαφέρω, διαφοροποιούμαι, έχω ή παίρνω διάφορες μορφές («τα ήθη και τα έθιμα ποικίλλουν από τόπο σε τόπο»)μσν.-αρχ.μτφ. μιλώ ασαφώς και αορίστως ή μεταβάλλω το νόημα τών λόγων μουαρχ.1. (ιδίως σχετικά με έργο τέχνης) στολίζω με πολλά χρώματα και με πολλή επιδεξιότητα ή με πολλή τεχνική εργασία2. κεντώ ύφασμα3. διακρίνω, διαχωρίζω κάτι στα διάφορα είδη του4. (μέσ. και παθ.) ποικίλλομαιεμφανίζω πολύχρωμη όψη.
Dictionary of Greek. 2013.